- Δαρδανέλια
- τατα στενά του Ελλησπόντου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Δαρδανέλια — (τουρκ. Canakkale Boazi, Τσανάκαλε). Ονομασία που επικράτησε διεθνώς για τον Ελλήσποντο των αρχαίων Ελλήνων, το στενό δηλαδή χωρίζει τη Θράκη από τη Μικρά Ασία. Αυτό το θαλάσσιο στενό που έχει πλάτος από 3 έως 10 χλμ. και βάθος που κυμαίνεται… … Dictionary of Greek
Γεωργιάδης, Βασίλης — (Δαρδανέλια 1923 – 2002). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες πριν στραφεί στον κινηματογράφο. Απόφοιτος της σχολής Σταυράκου, το 1951 ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθέτη. Η πρώτη του ταινία ήταν Οι άσσοι των γηπέδων (1956).… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Κουντουριώτης, Παύλος — (Ύδρα 1855 – Παλαιό Φάληρο 1935). Ναύαρχος και πολιτικός, πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1924 26, 1926 29). Γιος του Θεόδωρου και εγγονός του Γεωργίου Κουντουριώτη (βλ. λ. Κουντουριώτης, 2.), κατατάχθηκε το 1875 στο Πολεμικό Ναυτικό,… … Dictionary of Greek
Δαρδανία — Τοπωνύμια αρχαίων περιοχών. 1. Επαρχία της Βαλκανικής, ανάμεσα στα όρη Σκάρδο και Όρβηλο, που κατοικήθηκε από τους Δαρδάνους (βλ. λ.) στους ρωμαϊκούς χρόνους. Αρχικά υπαγόταν στη Μοισία και έπειτα στην Ιλλυρία. 2. Χώρα που βρισκόταν ανατολικά της … Dictionary of Greek
Αβέρωφ — Εύδρομο θωρηκτό του ελληνικού ναυτικού, που ναυπηγήθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας τα έτη 1909 11 και αγοράστηκε από την κυβέρνηση Κυρ. Μαυρομιχάλη αντί 22.300.000 δρχ. Για την πληρωμή του ποσού διατέθηκαν περίπου 8.000.000 δρχ. που βρίσκονταν στη… … Dictionary of Greek
Βρατσάνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από τα Ψαρά. 1. Αντώνιος. Όταν οι άντρες του τουρκικού στόλου αποβιβάστηκαν στα Ψαρά και προχωρούσαν προς το Παλαιόκαστρο, όπου είχαν απομείνει λίγοι μαχητές με γυναικόπαιδα, ο Β. άφησε τους Τούρκους να φτάσουν στο… … Dictionary of Greek
Δάρδανοι ή Δαρδανίδες — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας, στην Τρωάδα, γύρω από την Ίδη. Κατά την παράδοση, γενάρχης τους ήταν ο Δάρδανος (βλ. λ.), γιος του Δία και μιας θνητής ονόματι Ηλέκτρα, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Τρωάδα από… … Dictionary of Greek
Καφηρέας — Ακρωτήριο στη νοτιοανατολική ακτή της Εύβοιας, γνωστό και ως Κάβο Ντόρο. Ψηλό και απόκρημνο, αποτελεί απόληξη μιας χερσονησώδους προβολής του όρους Όχη. Η ονομασία Κάβο Ντόρο (χρυσό ακρωτήριο) είναι ιταλική. Προέρχεται, όπως υποστηρίζουν… … Dictionary of Greek